- Μακεδονιστί
- Μακεδονιστίto be on the Macedonian sideindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μακεδονιστί — (Α μακεδονιστί) επίρρ. στη μακεδονική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδόνες + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. Λυδ ιστί)] … Dictionary of Greek
μακεδονίστικος — η, ό μακεδονικός. επίρρ... μακεδονίστικα μακεδονιστί, στη μακεδονική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μακεδονία + κατάλ. ίστι κος (πρβλ. κουκλ ίστικος, μεγαλ ίστικος)] … Dictionary of Greek